συναποχρώμαι

συναποχρώμαι
-άομαι, Α
1. εκμεταλλεύομαι κάτι, επωφελούμαι από κάτι μαζί με άλλον
2. κάνω κατάχρηση μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποχρῶμαι «επωφελούμαι, μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”